- επισπεύδω
- (AM ἐπισπεύδω) [σπεύδω]ενεργώ ώστε να γίνει κάτι σε συντομότερο χρόνο («επισπεύδει την αναχώρηση», «επισπεύδει την ψήφιση τού νόμου», «ἐπισπεύδων τὸ δρᾶν», Σοφ.)αρχ.1. παροτρύνω, προτρέπω («οὐκ ἀποτρέπειν, ἀλλ’ ἐπισπεύδειν τὴν στρατείαν», Ισοκρ.)2. σπεύδω προς τα εμπρός3. αποβλέπω σε κάποιον σκοπό («καὶ ταῡτα οὐκ εἰς ταυτὸν τῷ οἴνῳ ἐπισπεύδει», Ξεν.)4. (η μτχ. ενεστ. σε επιρρημ. έκφρ.) ἐπισπεύδων, -ουσα, -ονμε βιασύνη («ὠμόν ἐπισπεύδων κείρει στάχυν», Απολλ. Ρόδ.)5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἐπισπεῦδονη επίσπευση, η βιασύνη.
Dictionary of Greek. 2013.