επισπεύδω

επισπεύδω
(AM ἐπισπεύδω) [σπεύδω]
ενεργώ ώστε να γίνει κάτι σε συντομότερο χρόνο («επισπεύδει την αναχώρηση», «επισπεύδει την ψήφιση τού νόμου», «ἐπισπεύδων τὸ δρᾶν», Σοφ.)
αρχ.
1. παροτρύνω, προτρέπω («οὐκ ἀποτρέπειν, ἀλλ’ ἐπισπεύδειν τὴν στρατείαν», Ισοκρ.)
2. σπεύδω προς τα εμπρός
3. αποβλέπω σε κάποιον σκοπό («καὶ ταῡτα οὐκ εἰς ταυτὸν τῷ οἴνῳ ἐπισπεύδει», Ξεν.)
4. (η μτχ. ενεστ. σε επιρρημ. έκφρ.) ἐπισπεύδων, -ουσα, -ον
με βιασύνη («ὠμόν ἐπισπεύδων κείρει στάχυν», Απολλ. Ρόδ.)
5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἐπισπεῦδον
η επίσπευση, η βιασύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπισπεύδω — urge on pres subj act 1st sg ἐπισπεύδω urge on pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισπεύδω — επισπεύδω, επέσπευσα βλ. πίν. 128 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επισπεύδω — επέσπευσα και επίσπευσα, επισπεύστηκα και επισπεύτηκα, επισπευσμένος, μτβ., επιταχύνω κάτι, ενεργώ να γίνει κάτι όσο το δυνατό γρηγορότερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπισπεύδετε — ἐπισπεύδω urge on pres imperat act 2nd pl ἐπισπεύδω urge on pres ind act 2nd pl ἐπισπεύδω urge on imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπεύσουσι — ἐπισπεύδω urge on aor subj act 3rd pl (epic) ἐπισπεύδω urge on fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπισπεύδω urge on fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπευδόντων — ἐπισπεύδω urge on pres part act masc/neut gen pl ἐπισπεύδω urge on pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπεῦδον — ἐπισπεύδω urge on pres part act masc voc sg ἐπισπεύδω urge on pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπεύδει — ἐπισπεύδω urge on pres ind mp 2nd sg ἐπισπεύδω urge on pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπεύδοντα — ἐπισπεύδω urge on pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπισπεύδω urge on pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπεύδοντι — ἐπισπεύδω urge on pres part act masc/neut dat sg ἐπισπεύδω urge on pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”